Αναδημοσιευση απο το blog του Γιώργου Γρηγορίου
https://myrunningspot.blogspot.com/2016/11/rodopi-ultra-trail-2016.html
Βουνά της Ροδόπης / 21 Οκτωβρίου 2016
– Παύλο, πάμε να παραδώσουμε τα drop-bags πάνω στη γραμματεία;
– Μισό λεπτό Γιώργο, να βρω τα σάντουιτς που θέλω να βάλω μέσα.
Μετά από κανένα δεκάλεπτο…
– Τα βρήκες;
– Έψαξα αλλά άφαντα τα σάντουιτς.
– Είσαι σίγουρος ότι τα έφερες μαζί σου;
– Ναι!
Κι έτσι χωρίς τα σάντουιτς παραδώσαμε τους δύο σάκους ανεφοδιασμού στη γραμματεία. Εκεί μας έδωσαν την τσάντα με τον αριθμό και το δώρο της διοργάνωσης – ένα αντιανεμικό, αδιάβροχο jacket–. Στη συνέχεια πήγαμε στο εστιατόριο του δασικού χωριού για να ζεσταθούμε με τσάι του βουνού. Είχαμε ήδη στήσει τις σκηνές κι έτσι είχαμε αρκετό χρόνο για χαλάρωση. Η Πόλα κι ο Μάκης που ήρθαν από Κύπρο (όπως κι Παύλος) για να τρέξουν στον αγώνα μας πρόσφεραν σουσούκο – κυπριακό έδεσμα που μοιάζει με το σουτζούκ λουκούμ –, σπιτική μπάρα δημητριακών και παστέλι με μέλι. Φάγαμε επίσης αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια και αποξηραμένα δαμάσκηνα. Συζητήσαμε κυρίως αγωνιστικά θέματα, φάγαμε, ήπιαμε κι αφού γεμίσαμε τις αποθήκες μας με βιταμίνες και ω-3 πήγαμε στις σκηνές για τις τελευταίες… ‘λεπτομέρειες’. Ετοιμάσαμε τα σακίδια μας, ελέγξαμε τους φακούς κεφαλής, γεμίσαμε με νερό και ισοτονικό τα φλασκιά και ξαπλώσαμε.
Η θερμοκρασία μεταξύ 4 και 6 βαθμών κελσίου. Χωμένοι στους υπνόσακους προσπαθούσαμε να βολευτούμε και να πάρουμε κανέναν υπνάκο. Το σημείο που στήσαμε τα αντίσκηνα μας ήταν λίγο κατηφορικό με αποτέλεσμα ο υπνόσακος να γλιστράει πάνω στο υπόστρωμα, κάνοντας την ξεκούραση ακόμα πιο προβληματική. Παρ’ όλα αυτά κατάφερα να κοιμηθώ κανένα δίωρο. Σήμαναν οι κουδούνες μαζί με το τραγούδι του αγώνα και τις φωνές του Χρήστου Κατσάνου. Το εγερτήριο στις 04:30 τα ξημερώματα ήταν κατά κάποιο τρόπο λυτρωτικό. Ωραίο ξύπνημα που σε ανακουφίζει από τη βαριά νύχτα και τις σκέψεις ενός ανήσυχου μυαλού.
Φάγαμε το πρωινό της διοργάνωσης που ήταν σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί και καφέ. Για τους χορτοφάγους το σάντουιτς είχε δυνατότητα μετατροπής σε σάντουιτς με τυρί αφαιρώντας το ζαμπόν το οποίο γινόταν λιχουδιά για τα σκυλιά. Κάναμε όλες τις τελευταίες ετοιμασίες και σιγά σιγά μαζευτήκαμε στο χώρο εκκίνησης. Ο καιρός συννεφιασμένος κι η θερμοκρασία στους 4 βαθμούς κελσίου. Αντάλλαξα ευχές για καλό τερματισμό με τον Παύλο, την Πώλα και τον Μάκη. Ο Χρήστος Κατσάνος έδωσε την έναρξη του αγώνα στις έξι ακριβώς.
185 ψυχές και 370 πόδια ξεκίνησαν για το Rodopi Ultra Trail 2016 με την προσδοκία πάνω απ’ όλα του τερματισμού. Για περίπου δύο ώρες τρέχαμε με τους φακούς αναμμένους διαπερνώντας το σκοτάδι του δάσους. Κατηφορικό το πρώτο κομμάτι της διαδρομής μέχρι περίπου το 20ο χιλιόμετρο. Σαν άρχισε το φως να διαπερνά τις σκιές, έσβησα το φακό κι απολάμβανα το πρωινό ξημέρωμα τρέχοντας ανάλαφρα προς τον πρώτο σταθμό, στο 27ο χιλιόμετρο, της Πρασινάδας. Αναρωτιόμουν αν θα είχα το ίδιο ωραία διάθεση και κατά την επιστροφή.
Φτάνοντας στην Πρασινάδα διαπίστωσα το πρώτο λάθος που έκανα. Η ισοθερμική μπλούζα μαζί με το αντιανεμικό που φορούσα δημιούργησαν αρκετό ιδρώτα ώστε να είμαι μούσκεμα. Έβγαλα το αντιανεμικό και συνέχισα στον ανηφορικό δρόμο μετά το χωριό της Πρασινάδας ελπίζοντας να στεγνώσω γρήγορα. Κοντά στον οικισμό της Σίλλης ξεκίνησε η κατηφόρα της Οξιάς για τον δεύτερο σταθμό της Ζαρκαδιάς στο 41ο χιλιόμετρο.
Κατά τις 11:30 το πρωί έφτασα στη Ζαρκαδιά, δυστυχώς για μένα, ακόμα μούσκεμα. Λόγω της υψηλής υγρασίας και της ψύχρας δεν μπόρεσα να στεγνώσω. Άλλαξα μπλούζα κι ανακουφίστηκα. Ανεφοδιάστηκα σε τροφή και υγρά, άλλαξα παπούτσια κι άφησα ό,τι περιττό είχα πάνω μου στο σάκο ανεφοδιασμού. Ξεκίνησα τη δύσκολη ανάβαση για το Κρούσοβο. Εδώ είχα αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς όταν πρωτοέτρεξα το 2012. Δεν τον ήθελα και πάρα πολύ φαίνεται τον τερματισμό. Θυμάμαι να ψάχνω να βρω κίνητρα για να συνεχίσω. Σταμάτησα με μια κουβέρτα στην πλάτη κοντά στην φωτιά. Ανοιχτός λογαριασμός που έπρεπε να κλείσει.
Είχα στο μυαλό μου από πριν, ας πούμε σαν τακτική, να φτάσω στο Κρούσοβο πριν πέσει η νύχτα. Ήταν ένα ψυχολογικό τέχνασμα για να μου δώσει ώθηση για τη συνέχεια. Έφτασα γύρω στις 17:10 το απόγευμα στον σταθμό. Αρκετή κούραση αλλά ο πρώτος μικρός στόχος επετεύχθη. Ήταν ακόμα μέρα. Έφαγα/ήπια ζεστή σούπα και διάφορα άλλα εδέσματα που παρέχονταν στον σταθμό. Ετοιμάστηκα για τον ερχομό της νύχτας. Φόρεσα το ισοθερμικό κι από πάνω μια ποδηλατική μπλούζα, άλλαξα κάλτσες κι έφυγα με καλή διάθεση προς τον επόμενο δύσκολο σταθμό της Γιουμουρλούς στο 95ο χιλιόμετρο.
Κάπου εκεί συνάντησα τον Θεοχάρη ο οποίος έτρεχε με ‘βαρύ φόρτο’. Ήξερα για την προσπάθεια του και για τους δύσκολους όρους που έθεσε. Κουβαλούσε όλα όσα θα χρειαζόταν για τα 168 χιλιόμετρα μέσα στο σακίδιο του και γέμιζε νερό από τα ρυάκια. Είχε βάλει χρονικό όριο έγκυρου τερματισμού τις 33 ώρες. Δε μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις ανέσεις των σταθμών ανεφοδιασμού. Έτρεχε με σκοπό τη συλλογή χρημάτων για τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Κάνε-μια-Ευχή Ελλάδος». Στις δικές μου δύσκολες ώρες, ειδικότερα τη νύχτα με τη νύστα και το κρύο, σκεφτόμουν το παράδειγμα και την προσπάθεια του κι έπαιρνα θάρρος. Θα ήταν απαράδεκτο να σταματούσα όταν η προσπάθεια του Θεοχάρη απαιτούσε πολλαπλάσια αποθέματα ενέργειας και δύναμης απ’ ότι η δική μου προσπάθεια. Για όσους πιστεύουν, η «χάρη» του Θεοχάρη πιστεύω ότι άγγιξε όλους όσους τον συνάντησαν στη διαδρομή.
Σε αντίθεση με προηγούμενους μεγάλους αγώνες, καμιά στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου να σταματήσω. Νομίζω ότι τα δύο βασικά κίνητρα, της επιθυμίας για ολοκλήρωση αλλά και της υπόσχεσης που έδωσα στην Πηνελόπη, την μικρή μου κόρη, για το πολυπόθητο μετάλλιο που περίμενε από μένα, ήταν τόσο δυνατά που εκτόπισαν όλες τις αρνητικές σκέψεις. Να παραλλάξω λιγάκι το «Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» με «Τα δυνατά κίνητρα και η αισιόδοξη στάση είναι το ήμισυ της ολοκλήρωσης του αγώνα». Το έτερον ήμισυ είναι η προσπάθεια. Θυμάμαι ξεκάθαρα το 2012 πριν τον αγώνα να είμαι απαισιόδοξος και φοβισμένος. Σε αντίθεση με τώρα που η αισιοδοξία και η επιθυμία για τερματισμό κυριαρχούσαν. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και η εμπειρία από αγώνες και προπονήσεις τεσσάρων χρόνων.
Η νύχτα απλώθηκε για τα καλά. Οι φανοί έσκιζαν το σκοτάδι. Χαμηλές θερμοκρασίες που όμως δεν προβλημάτισαν ιδιαίτερα αφού το ισοθερμικό και η ποδηλατική μπλούζα κρατούσαν το σώμα ζεστό. Μόνο τα δάχτυλα των χεριών πάγωναν ώρες ώρες επειδή τα γάντια μου ήταν λεπτά. Κάποια στιγμή κατά τα μεσάνυχτα έφτασα στην Γιουμουρλού. Έφαγα/ήπια μια σούπα στα γρήγορα, ήπια κόκα-κόλα, ανεφοδιάστηκα με νερό και ισοτονικό κι έφυγα για τον επόμενο κρίσιμο σταθμό της Ζαρκαδιάς. Μετά από 33 κυρίως κατηφορικά χιλιόμετρα, στο 128ο χιλιόμετρο θα ξανασυναντούσα τον σταθμό. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δύο σταθμών.
Στη διαδρομή συνάντησα πολλές ομάδες συναθλητών. Μία απ’ αυτές συζητούσε έντονα, δύο με τρία άτομα. Η κούραση φαίνεται τους επηρέασε πολύ αρνητικά και το πρόβλημά τους αφορούσε τη δύσκολη διαδρομή του RO.U.T., τα πολλά χιλιόμετρα με τους λίγους σταθμούς. Από μέσα μου σκεφτόμουν ότι στην προκήρυξη του αγώνα αναφέρεται ρητά αυτή η δυσκολία κι ότι οι αθλητές καλό είναι να έχουν την απαραίτητη εμπειρία. Απορώ τι περίμεναν να βρουν τα συγκεκριμένα παιδιά. Θέλω να πιστεύω ότι μιλούσε η κούραση, το κρύο κι η νύχτα παρά η λάθος προσέγγιση σε τέτοιου είδους αγώνα. Είναι ο δυσκολότερος αγώνας βουνού στην Ελλάδα άλλωστε και θέλει την απαραίτητη προσοχή, προπόνηση κι εμπειρία.
Γύρω στις πέντε τα ξημερώματα έφτασα στην Ζαρκαδιά. Απόμενε ο δρόμος της επιστροφής. Μια «ευθεία» δηλαδή, 41 χιλιομέτρων! Ένας τελευταίος μαραθώνιος. Φτάνοντας εκεί, βρήκα τον καλό μου φίλο Βασίλη, ο οποίος με περίμενε από το απόγευμα. Θα ήθελα να έφτανα νωρίτερα για να μην περιμένει τόσο. Αγκαλιαστήκαμε. Ένας άλλος μικρός στόχος που είχα θέσει ήταν να φτάσω όπως και να έχει στη Ζαρκαδια-2 αφού είχαμε δώσει ραντεβού με τον Βασίλη. Έτσι κι έγινε. Το μασάζ του Ιωσήφ μου έδωσε δύο φρέσκα πόδια για να συνεχίσω. Ο Βασίλης έφερε φαγητό και μάζεψε όλα τα επιπλέον αχρείαστα πράγματα που είχα στο σακίδιο. Ξαναδώσαμε ραντεβού στις κουδούνες του τερματισμού. Η ψυχολογία άρχισε να ανεβαίνει. Όπως θα ανέβαινε και η υψομετρική διαφορά αφού οι μεγάλες κατηφόρες της αρχής θα γίνονταν τώρα μεγάλες ανηφοριές. Όπως προείπε ο Χρήστος Κατσάνος εδώ ξεκινάει ο αγώνας.
Έφυγα κατά τις 05:30 τα ξημερώματα με αναμμένο τον φακό κεφαλής. Περίμενα πως και πως να ξημερώσει για να τον αφαιρέσω από το κεφάλι μου. Ένιωθα ότι μαζί με το φακό θα έσβηνα όλη την προηγούμενη κούραση των 24 ωρών που προηγήθηκε. Έτσι με τις πρώτες ακτίνες φωτός ο φακός μπήκε στο σακίδιο. Ένιωσα ανάλαφρος, καινούριος. Σαν τώρα να ξεκινούσα. Σε κάποιο σημείο οι πυκνές φυλλωσιές των δέντρων σκοτείνιασαν το μέρος. «Λες να χρειαστεί να ξαναβάλω τον φακό;», σκέφτηκα. Πλέον όμως δεν υπήρχε επιστροφή. Έτρεχα προς το φως. Προς το τέλος της επίπονης προσπάθειας και την ολοκλήρωση του αγώνα.
Η ανηφόρα της «Οξιάς» βγήκε με δυσκολία. Σταματούσα ανά διαστήματα για να πάρω ανάσες. Στις 09:20 έφτασα στον τελευταίο σταθμό της Πρασινάδας. Έμενε το τελευταίο επίσης δύσκολο κομμάτι των 27 χιλιομέτρων. Έφαγα ένα σάντουιτς, ήπια ζεστό καφέ, πατατάκια και μια μπανάνα. Η κατηφόρα συνεχιζόταν μέχρι τον σταθμό ελέγχου της «Τάλιας». Όλα καλά κι ακόμα καλύτερα αφού σε αυτό το τελευταίο κομμάτι ανέβασα στροφές. Η ανηφόρα του «Θεολόγου» βγήκε ευκολότερα απ’ ότι περίμενα. Το τοπίο μαγικό, ονειρικό σαν από παραμύθι. Η ομίχλη μαζί με το ψιλόβροχο το έκαναν ακόμα πιο ατμοσφαιρικό. Δεν είχα ξαναδεί ομορφότερο μέρος. Σε συνδυασμό με την αύρα του τερματισμού που ένιωθα να πλησιάζει ολοένα και περισσότερο όλα ήταν γαλήνια, παραδεισένια. Εκείνη τη στιγμή δεν θα ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού.
Ένα χιλιόμετρο πριν τον τερματισμό ξανασυναντηθήκαμε με τον Βασίλη που με προϋπάντησε με χαρά δίνοντας μου τη δύναμη να τρέξω προς τις κουδούνες που είχα βάλει στο μάτι 32 ώρες και 49 λεπτά πριν. Η συγκίνηση μαζί με την ηρεμία πήραν τη θέση της κούρασης. Τώρα η υπόσχεση που έδωσα στην Πηνελόπη και στον εαυτό μου γινόταν πραγματικότητα. Στο μετάλλιο συνυπάρχουν όλες οι στιγμές του αγώνα αλλά κι ότι προηγήθηκε, από τις προπονήσεις μέχρι τις αμφίβολες σκέψεις, από τις εμπειρίες προηγούμενων αγώνων μέχρι τις θυσίες στις οποίες υπόκειται η οικογένεια.
Μπάνιο, φαγητό και ξεκούραση. Η τελετή των απονομών την επόμενη μέρα γεμάτη με σημαντικές στιγμές. Το τρομερό ρεκόρ αγώνα του Νίκου Πετρόπουλου, 22 ώρες και 25 λεπτά. Το επίσης τρομερό γυναικείο ρεκόρ αγώνα της Jo Manta, 26 ώρες ακριβώς. Το βραβείο για τον «Master» (ηλικία 50+) πήρε ο Λάζαρος Ρήγος ο οποίος με μια πράξη ευγενούς άμιλλας, στην οποία συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία του RO.U.T., έδωσε το κύπελλο στον Παύλο Μαυρογιάννη (25 ώρες και 47 λεπτά). Ο Παύλος θα έκλεινε τα 50 του σε λίγες μέρες. Η πράξη αυτή επίσης αποδεικνύει ότι στον RO.U.T. οι αριθμοί έρχονται τελευταίοι ενώ οι άνθρωποι πρώτοι! Από τον πρώτο έως τον τελευταίο τερματίσαντα αξίζουν όλοι θερμά συγχαρητήρια.
Πολλά συγχαρητήρια στους διοργανωτές του αγώνα, Χρήστο Κατσάνο και Ηλία Σπυριδόπουλο, για την ανεκτίμητη εμπειρία που μας πρόσφεραν. Πολλά μπράβο επίσης σε όλους τους εθελοντές και την ομάδα διάσωσης που με αυταπάρνηση, μέσα στο κρύο και τη νύχτα, μας έδιναν δύναμη να συνεχίσουμε.
Αφού χαιρετιστήκαμε με πολλούς συναθλητές, γεμάτοι με όμορφες στιγμές και μια νοσταλγία που ήδη αναφάνηκε μέσα μας, ξεκινήσαμε για το ταξίδι της επιστροφής. «Του χρόνου πάλι εδώ», υποσχεθήκαμε νοερά στον εαυτό μας.
Υ.Γ.: Το σούρουπο του Σαββάτου πηγαίνοντας για ξεκούραση βλέπουμε μαζί με τον Παύλο ένα μεγαλόσωμο σκυλί που έμοιαζε με αρκούδα να τρώει κάτι από μια σακούλα. Λίγο αργότερο το ξαναβλέπουμε να χώνει τη μουσούδα του μέσα σε μια ανοιχτή σκηνή και κάτι να αρπάζει. Του φωνάζουμε για να φύγει. Το πρωί της Κυριακής, ο Παύλος βγήκε για λίγο από τη σκηνή και τον βλέπω να σταματάει πάνω από μια διάφανη σακούλα με υπολείμματα από αλουμινόχαρτο και να μου λέει έκπληκτος: «Γιώργο, “βρήκα” τα σάντουιτς μου!».
Σημείωση: Οι τρεις πρώτες φωτογραφίες από το facebook του RO.U.T.
Η τελευταία φωτογραφία από τον Βασίλη Περικλέους.
No responses yet